- υποκινώ
- υποκινώ, υποκίνησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποκινώ — ὑποκινῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α [κινῶ] διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.) αρχ. 1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)… … Dictionary of Greek
υποκινώ — υποκίνησα, υποκινήθηκα, υποκινημένος, παρακινώ, προκαλώ, προτρέπω, εξωθώ: Υποκίνησαν αιματοχυσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
προσαναφλέγω — Α 1. αναφλέγω κάτι επί πλέον («προσαναφλέγουσι τὸ πῡρ», Φίλ.) 2. μτφ. διεγείρω, υποκινώ ακόμη περισσότερο («προσαναφλέγειν ἐπιθυμίας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφλέγω «καίω, εξάπτω, υποκινώ»] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποκίνηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκινώ, παρακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… … Dictionary of Greek
αναφλέγω — (AM ἀναφλέγω) 1. ανάβω, καίω 2. εξάπτω, υποκινώ 3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά αρχ. μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά … Dictionary of Greek
διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… … Dictionary of Greek
ενθράσσω — ἐνθράσσω, αττ. τ. ἐνθράττω (Α) ιων. τ. τού ενταράσσω 1. κεντώ, νύσσω, προκαλώ νυγμό 2. υποκινώ, ταράσσω … Dictionary of Greek